Ο θάμνος Stevia rebaudiana Bertoni, ή απλά Stevia όπως συνήθως αναφέρεται, πήρε το όνομά του από τον Ελβετό βοτανολόγο Moisés Santiago Bertoni, ο οποίος ήταν ο πρώτος που περιέγραψε το φυτό. Η στέβια αποτελεί βότανο, το οποίο φυτρώνει ελεύθερα στην Κεντρική και Νότια Αμερική και ανήκει στην ίδια οικογένεια φυτών με το ηλιοτρόπιο και το ραδίκι. Η στέβια καλλιεργήθηκε εκτενώς, λόγω των γλυκών της φύλλων και χρησιμοποιήθηκε επί αιώνες από τους αυτόχθονες Νοτιαμερικανούς ως παραδοσιακό γλυκαντικό σε τσάι βοτάνων και άλλα αφεψήματα. Δύο είναι τα κύρια γλυκοσιδικά συστατικά στα φύλλα της: η στεβιοσίδη και η ρεμπαουδιοσίδη Α. Αυτά τα συστατικά έχουν 200-300 φορές πιο γλυκιά γεύση από τη ζάχαρη και, επομένως, μια πολύ μικρή ποσότητα είναι αρκετή, ώστε να επιτευχθεί η επιθυμητή γλυκύτητα.
Ακριβώς όπως και με τα άλλα γλυκαντικά, οι γλυκοζίτες στεβιόλης επιτρέπουν στους καταναλωτές τους να απολαμβάνουν τη γλυκιά γεύση χωρίς τύψεις και επιπτώσεις στην υγεία, μια και οι θερμίδες που αποδίδουν είναι αμελητέες. Ιδιαίτερα, άτομα με υπερβάλλον σωματικό βάρος, μεταβολικά νοσήματα, σακχαρώδη διαβήτη, φαινυλκετονουρία κ.ά επωφελούνται σημαντικά από την ένταξη της στέβιας στο καθημερινό τους διαιτολόγιο.